- εσφλώμαι
- ἐσφλῶμαι, -άομαι (Α)πιέζω προς τα μέσα, υφίσταμαι έσφλασιν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ες + φλώμαι «συντρίβω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έσφλασις — ἔσφλασις, ἡ (Α) [εσφλώμαι] η θλάση τού κρανίου που προέρχεται από πίεση προς τα μέσα … Dictionary of Greek